- ῥυακώδης
- ῥῠᾱκώδης, ες,A abounding in streams, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρυακώδης — ες, Α [ῥύαξ, ακος] (για τόπο) αυτός που έχει πολλά ρυάκια … Dictionary of Greek